- ὑποκινύρομαι
- ὑποκῐνύρομαι [νῡ],A hum a tune, Ael.VH9.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκινύρομαι — Α 1. τραγουδώ μουρμουριστά έναν σκοπό 2. θρηνώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κινύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek
υποκινυρίζω — Μ ὑποκινύρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κινυρίζω «θρηνώ, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek